- μελάγχολος
- μελάγ-χολος, mit schwarzer Galle bestrichen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελάγχολος — μελάγχολος, ον (Α) (για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χολή (πρβλ. πικρό χολος)] … Dictionary of Greek
μελάγχολος — dipped in black bile masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελάγχολον — μελάγχολος dipped in black bile masc/fem acc sg μελάγχολος dipped in black bile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχόλου — μελάγχολος dipped in black bile masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχόλους — μελάγχολος dipped in black bile masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολώ — έω (ΑM μελαγχολώ, άω) [μελάγχολος] νεοελλ. 1. πάσχω, κατέχομαι από δυσθυμία, από μελαγχολία 2. κάνω κάποιον μελαγχολικό, χαλώ τη διάθεση κάποιου νεοελλ. μσν. είμαι ή γίνομαι βαρύθυμος, άκεφος μσν. εξοργίζομαι, αγανακτώ αρχ. κατέχομαι από μανία,… … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek
μελαγχολικός — ή, ό (ΑM μελαγχολικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός») 2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία νεοελλ. μσν. βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος μσν. 1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα 2.… … Dictionary of Greek
μελαγχολούμαι — μελαγχολοῡμαι, όομαι (Α) [μελάγχολος] μελαγχολώ, πάσχω από μελαγχολία … Dictionary of Greek
μελαγχολώδης — μελαγχολώδης, ῶδες (Α) [μελάγχολος] ο όμοιος με μέλαινα χολή … Dictionary of Greek